παρεξελαύνω

παρεξελαύνω
ΜΑ [εξελαύνω]
εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ)
αρχ.
1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον
2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ' ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.)
2. περνώ κωπηλατώντας, περνώ από μπροστά ή κοντά από κάτι (α. «ἐπήν... τάσγε [τὰς Σειρῆνας] παρεξελάσωσιν [ή παρὲξ ἐλάσωσιν] ἑταῑροι», Ομ. Οδ.
(β. «παρὰ τὰς πρῴρας τὼν πολεμίων νεὼν... παρεξελαύνειν», Πλούτ.)
4. προχωρώ, βαδίζω κοντά σε κάτι, κατά μήκος («ὥς βασιλεὺς παρεξεληλάκεε και ὁ ναυτικός... οἰχώκεε φεύγων», Ηρόδ.)
5. έφιππος παρακολουθώ ή καταδιώκω κάποιον από κοντά («τάφρου... μεγάλης και βαθείας ἐν μέσῳ διειργούσης παρεξήλαυνον ἀλλήλοις ἑκατέρωθεν, ὁ μὲν διαβῆναι καὶ φυγεῑν, ὁ δὲ τοῡτο κωλῡσαι βουλόμενος», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρεξελάσει — παρεξελαύνω drive past aor subj act 3rd sg (epic) παρεξελαύνω drive past fut ind mid 2nd sg παρεξελαύνω drive past fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξελάαν — παρεξελαύνω drive past pres inf act (epic) παρεξελάᾱν , παρεξελαύνω drive past pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξεληλάκεε — παρεξελαύνω drive past plup ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξελάσῃσθα — παρεξελαύνω drive past aor subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξελάσῃσιν — παρεξελαύνω drive past aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξελαύνει — παρεξελαύ̱νει , παρεξελαύνω drive past aor subj act 3rd sg (epic) παρεξελαύ̱νει , παρεξελαύνω drive past pres ind mp 2nd sg παρεξελαύ̱νει , παρεξελαύνω drive past pres ind act 3rd sg παρεξελαύ̱νει , παρεξελαύνω drive past aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξελάσας — παρεξελά̱σᾱς , παρεξελαύνω drive past fut part act fem acc pl (attic doric) παρεξελά̱σᾱς , παρεξελαύνω drive past fut part act fem gen sg (attic doric) παρεξελά̱σᾱς , παρεξελαύνω drive past pres part act fem acc pl (epic doric) παρεξελά̱σᾱς …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξελάσαι — παρεξελά̱σᾱͅ , παρεξελαύνω drive past fut part act fem dat sg (attic doric) παρεξελά̱σᾱͅ , παρεξελαύνω drive past pres part act fem dat sg (epic doric) παρεξελαύνω drive past aor inf act παρεξελάσαῑ , παρεξελαύνω drive past aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξελαύνειν — παρεξελαύ̱νειν , παρεξελαύνω drive past pres inf act (attic epic) παρεξελαύ̱νειν , παρεξελαύνω drive past pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξελαύνων — παρεξελαύ̱νων , παρεξελαύνω drive past pres part act masc nom sg παρεξελαύ̱νων , παρεξελαύνω drive past pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”